ΜΠΑΚΑΣ
Το σούρουπο μπήκε το λεωφορείο στο χωριό , αγκομαχόντας και αφήνοντας ένα σύννεφο από καύσιμο και βρώμα πίσω του. Σταμάτησε στη πλατεία έξω απ΄το καφενείο του Μπάκα. Ο Μπάκας με το μαγαζί του ήταν τότε το σημείο κατατεθέν του χωριού . Ηταν τα πάντα για το χωριό. Ολα εκεί ρυθμίζονταν , όλες οι υπηρεσίες και τα αγαθά του χωριού από κεί εκπορεύονταν. Ηταν καφενείο-ταχυδρομείο,σταθμός ΚΤΕΛ, -παντοπωλείο κλπ.. Πωλούσε ό,τι βάζει ο νούς τανθρώπου από βελώνες για ράψιμο μέχρι γεωργικά εργαλεία και από γραμματόσημα μέχρι σαλάμια και γλυκά. Ό,τι μπορεί να πουλάει και να αγοράζει ο άνθρωπος σε υπηρεσίες και αγαθά ήταν στοιβαγμένο στο μαγαζί του Μπάκα. Το πιό τρελλό όμως ήταν ότι μέσα σε κείνο το χάος υπήρχε μάλλον τάξη αφού ο ίδιος με τον Τάσο, τον βοηθό του, έβρισκε αμέσως ό,τι του ζητούσες και εσύ απορούσες πώς τα κατάφερνε . Και να μπερδευόταν ο Τάσος ο Μπάκας ήξερε τα πάντα. Μυαλό κομπιούτερ και σκάνερ μαζί.