Η ΓΕΡΟΣΥΚΙΑ
Ηταν μαδημένη ,στα τελευταία
της , σύντομα θα την καίγαν στα τζάκια την καημένη τη συκιά στην πλαγιά, ανάμεσα στα
χαμόσπιτα.
Καθημερινό παιχνίδι το ανέβα-κατέβα στο γέρικο κορμί της.
Της άρεσε να κάθεται κάτω απ΄ τη γεροσυκιά , να
κοιτάζει κάτω στον ελαιώνα και στο ρέμα
που περνούσε ξυστά στα σπίτια του χωριού.
Είχε εκεί βρεί μια θέση που της άνοιγε κάποιες
σκέψεις στο μυαλό για φευγιό απ΄το
χωριό.
Από κεί της φαινόταν μικρό και χωρίς τίποτα καινούργιο να γνωρίσει.
Οπως έπαιζε με τα άλλα παιδιά
τους είπε ξαφνικά .. θα φύγω... μακριά θα φύγω.. κανένας δεν της έδωσε σημασία... μόνη της το είπε και το άκουσε μόνη της ..
στο τέλος μόνη της
έφυγε ...
Δεν είδε το τέλος της
γεροσυκιάς.
Ηταν ακόμη ορθή όταν την
αποχαιρέτησε με ένα συνωμοτικό γελάκι
στο παδικό της πρόσωπο. Της τόπε ότι θα έφευγε.
Οπως περπάταγε χθές στη μέση του δρόμου χαμογέλασε
γιατί θυμήθηκε την γεροσυκιά , τη θέα , το φευγιό και τη
μοναξιά , όλα σαν ένας πίνακας που την
ακολουθούσε.
Δεν ήταν μακρινό το φευγιό σου
... ένοιωσε ότι άκουσε
στη μέση του δρόμου τη γεροσυκιά να φωνάζει ..μας γέλασες...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου