Η ΓΙΩΡΓΙΑ
Η ΓΕΩΡΓΙΑ
1.- Είχε άγρια ματιά και απρόσωπο πρόσωπο. Ουτε όμορφο ,ουτε άσχημο. Ομως οταν σε κοίταζε δεν μπορούσες να την κοιτάξεις . Επίθεση ηταν αυτό οχι βλέμμα.
Και η ίδια ηταν άγριος άνθρωπος και σκληρός. Δεν
ηταν για γυναίκα η φτιαξιά της ,για άντρας και μάλιστα σκληρός και άπονος.1.- Είχε άγρια ματιά και απρόσωπο πρόσωπο. Ουτε όμορφο ,ουτε άσχημο. Ομως οταν σε κοίταζε δεν μπορούσες να την κοιτάξεις . Επίθεση ηταν αυτό οχι βλέμμα.
Αυτή ηταν η Γιωργία που παντρεύτηκε ένα πρόβατο. Πιό αγνό και ήμερο άνθρωπο από
τον Ανέστη δεν θα έβρισκες σε ολο τον νομό αν έψαχνες, εκείνα τα χρόνια.
Παραμερούσε να περάσεις . Πάντα ένα χαμόγελο καλοσυνάτο και ωραίος άντρας.
Ταίριαξαν
το άγριο και το ήμερο μαζί και έφτιαξαν οικογένεια με τέσσερα κορίτσια. Τα γεννούσε η Γεωργία
σαν αυγά στους αγρούς και στους στάβλους χωρίς καμμία φροντίδα η φόβο , ανάμεσα στις φροντίδες για τα
ζωντανά και τα χωράφια.
Νόμιζες δε ότι πιο πολύ νοιαζόταν για το
γουρούνι που είχε στην αυλή της παρά για τα μικρά που μεγάλωναν το ένα πίσω
απ΄το άλλο, δίπλα του στην ίδια αυλή.
Και έλεγαν πολλά για την Γιωργία. Αδιευκρίνιστη
προέλευση . Πότε έλεγαν οτι ηταν από ένα γειτονικό χωριό και πότε ότι ηλθε από
την Αθήνα , που την είχαν δώσει δουλικό
οι δικοί της σε κάποιο αρχοντόσπιτο.
Ωσπου ακούστηκε ότι είχε κάνει παιδί πρίν από το γάμο και της το πήραν οι δικοί της . Το έδωσαν για
υιοθεσία χωρίς να την ρωτήσουν και την
έδερναν οταν έκλαιγε και το ζητούσε .
Δεν ηταν καθαρό αν την βιάσαν η το έκανε με την
θέλησή της ,ηταν θολό γιατί δεν τολμούσαν τότε να πούν πολλά για το θέμα αυτό.
Αυτη η γυναίκα ομως δεν ησύχασε ποτέ ,την κυνήγησε αλύπητα η μοίρα ,οσο
καμμιά αλλη στο χωριό.
Οταν μαθεύτηκε αυτό στο χωριό σαν να φαινόταν
αλλιώς και το βλέμμα της . Τώρα έβλεπες
οτι κάτω από την αγριάδα είχε μια πληγή που ακόμη αιμορραγούσε.
Σαν ακόμη
εκείνη η πρώτη γέννα του χαμένου εξώγαμου να μήν είχε τελειώσει γι΄αυτή.
Σαν να είχε μείνει με τα αίματα και υγρά εκείνης της γέννας που αναπολούσε
καθημερινά .
Βάθαινε το άγριο βλέμμα της μέσα στον πόνο .
Δεν έδειξε καμμία αγάπη για τα τέσσερα άμοιρα
κορίτσια που γέννησε .
Αυτή τον
νού της τον είχε στο εξώγαμο ,το χαμένο , αυτό που της έκλεψαν οι δικοί της και
το έδωσαν χωρίς να προλάβει να το δεί.
Την στοίχειωνε αυτό το παιδί που δεν πρόλαβε να
το κρατήσει αγκαλιά.
Τα κορίτσια μεγάλωναν μόνα τους και αφρόντιστα ,το ένα πίσω
απ΄τ΄αλλο.
Εκαναν το
ένα στο αλλο την μάνα αφού η Γιωργία δεν
είχε γι΄αυτά τίποτα να δώσει.
Εφυγαν τα τρία πρώτα για την κοντινή πόλη , στο
Γυμνάσιο. Πρώτες μαθήτριες με ενα χρόνο
διαφορά στην ηλικία,σάρωναν στο σχολείο
ολους τους επαίνους.
Η Γιωργία, εκείνη τη χρονιά τέλη του 1960, μόνο στην αρχή της χρονιάς πήγε και αφού
τους ψιλοτακτοποίησε το νοικοκυριό , έφυγε γρήγορα σαν κυνηγημένη για το χωριό . Σαν κάτι να είχε να κανονίσει . Δεν κάθησε ουτε ένα βράδυ με τα κορίτσια της ,οπως οι άλλες . Δεν την άγγιξαν ουτε τα
κλάμματά τους ουτε τα παρακάλια τους « μάνα κάτσε λίγο μαζί μας να σε πάμε και βόλτα ,να δείς και
την πόλη».
2.- Η Γιωργία
έφευγε πρωί ,πρίν χαράξει για το ρουμάνι ,να κόψει κλαρί για τις κατσίκες . Δεν
φοβόταν το μισοσκόταδο , της άρεσε
κιόλας . Σταματούσε πρίν φθάσει στο ρουμάνι στην βρύση του χωριού , μοναδική τότε, με τα πλατάνια και τις ποτίστρες για τα
ζωντανά . Έριχνε βιαστικά νερό στο πρόσωπό της , έπινε και λίγο δροσάτο και
καθαρό οπως έτρεχε, και συνέχιζε
βιαστικά , σαν νάχε κανονισμένη συνάντηση.
Τότε ακούστηκαν και οι πρώτοι μύθοι . Η Γιωργία
μιλάει με το μωρό της στη βρύση. Αυτό
κλαίει κάθε βράδυ και γυρίζει εκεί γύρω από την βρύση του χωριού. Δεν άργησε να
κάνει γύρα από στόμα σε στόμα . Κάποιος αλαφροϊσκιωτος τόβγαλε αλλα φαίνεται
ότι ολοι το ήθελαν έτσι. Το μωρό της Γιωργίας φάντασμα στην βρύση.
Κάθε τόσο ολο και κάποιος ανανέωνε το μύθο , οτι δήθεν
πέρασε αργά από την βρύση και στο σκοτάδι άκουσε τα κλάμματα του μωρού.
Μεγαλώσαμε τότε με το φάντασμα του μωρού της Γιωργίας
και φοβόμασταν μην ακούσουμε το κλάμα του. Δεν τολμούσαμε οταν νύχτωνε να
ζυγώσουμε την βρύση.
3.-
Και στα νυχτέρια κάτω από το Αυγουστιάτικο φεγγάρι που έκανε την νύχτα μέρα
άρχισαν και αλλα, πιό άγρια, να λένε οι γυναίκες του χωριού. Οτι το μωρό δεν
της το πήραν το σκότωσε η ίδια για να κρύψει την πομπή της. Δήθεν έκρυψε την
εγκυμοσύνη της ,το γέννησε μόνη της στα
χωράφια , σαν ζωντανό. Δεν τολμούσε ομως να το πάει στο χωριό της , και έτσι
μόνη της οπως το γέννησε αμέσως το έπνιξε.
Ελεγαν
και άλλα οι γυναίκες ,εκεί στο νυχτέρι
με τις ρόκες και τα κεντήματα.
Οτι το μωρό δεν μπόρεσε να το τελέψει η Γεωργία και
έγινε κάτι σαν τέρας που την πήρε από πίσω. Την ακολούθησε εδώ στο
χωριό. Το βράδυ γίνεται μωρό και κλαίει και την μέρα μεταμορφώνεται σε ζωντανό
για να μην το καταλάβουν και το
σκοτώσουν.
Δεν
ξέχασε τη μάνα του και ας πήγε να το σκοτώσει , αυτό την θέλει πολύ ,την ψάχνει
το βράδυ και κλαίει.
Το
χειρότερο που έλεγαν ηταν οτι οποιος
ακούσει το κλάμα του και ξεχαστεί και φωνάξει , θα χάσει τη λαλιά του.
Μεγαλώσαμε
με το μύθο και το φόβο της Γιωργίας , του χαμένου μωρού της και κυρίως μην
χάσουμε την λιαλιά μας από το κλάμα του ,αν το ακούγαμε.
4.-
Ολα αυτά ακουγόταν σαν βουητό χωρίς σχήμα και συγκεκριμένο ήχο. Υπόγεια και κρυφά από το φόβο
μήν η Γιωργία καταλάβει οτι μιλάν
γι΄αυτήν. Ολοι την φοβόντουσαν ακόμη και οι άντρες . Την απόφευγαν.
Εκείνη
τη χρονιά την κάλεσαν στο γυμνάσιο για
να της μιλήσουν για τα τρία κορίτσια της . Εβαλε τα καλά της ,πήρε το λεωφορείο
και πήγε .
Χωρίς
τον Ανέστη βέβαια , αφού πάντα τον είχε εξω από την ζωή της και την
καθημερινότητά της. Αχρηστεμένο σε μιά καρέκλα στο καφενείο του χωριού να
μετράει το χρόνο άπραγος και άκακος.
Της
είπαν στο γυμνάσιο ολοι οι καθηγητές
συγχαρητήρια για την πρόοδο των κοριτσιών και της έδωσαν και ένα χαρτί . ΕΠΑΙΝΟΣ. Δεν ήξερε να διαβάζει
αλλα της το διάβασαν με καμάρι τα κορίτσια.
Πρώτη
φορά που τους χαμογέλασε . Αυτά και τα
τρία στριμώχτηκαν γύρω της εκεί στο νοικιασμένο δωματιάκι όσο μπορούσαν
περισσότερο να την ακουμπούν.
Δεν την χόρταιναν που την έβλεπαν λίγο
χαρούμενη.
Εκαναν
και οι τέσσερις ένα ευτυχισμένο ύπνο
εκείνο το βράδυ . Ένωσαν τα τρία κρεββατάκια σε ένα και την έβαλαν στην μέση για να την έχουν και οι τρείς κοντά τους, αφού μάλωναν με ποιά να κοιμηθεί. Ποία να την
ακουμπάει περισσότερο.
Η
Γιωργία αφού κοιμήθηκε αγκαλιά με τα τρία μικρά κορίτσια της εκείνο το βράδυ ,χαράματα και πρίν αυτά
ξυπνήσουν , έφυγε για το χωριό με το πρωινό λεωφορείο βιαστικά και ταραγμένη.
5.- Στο χωριό άλλαξε και η θεώρησή της . Ολοι
την σέβονταν πιά. Είχε κάνει περήφανους και τους αλλους με τον ΕΠΑΙΝΟ.
Σταμάτησαν
και οι μύθοι και οι φόβοι για το χαμένο
μωρό και τα κλάμματά του στη βρύση.
Ωσπου
χτύπησε πένθιμα η καμπάνα του χωριού για
τα τρία κορίτσια της Γιωργίας. Τρία μικρά φέρετρα στη σειρά και αυτή δίπλα τους
άκλαφτη και ανέκφραστη.
Ειπαν
ότι κάηκαν ζωντανά αφού πρώτα λιποθύμησαν από τις αναθυμιάσεις του καμμένου
φαγητού .
Το ετοίμαζαν μετά το σχολείο σε εκείνο το μικρό δωματιάκι της πόλης.
Δεν
πρόλαβαν να σώσουν κανένα από τα τρία. Της
έμεινε ζωντανό μόνο το τέταρτο ,το πιό
μικρό και όχι προκομμένο ,οπως ταλλα.
6.-
Τότε ξανακούστηκε το κλάμμα του μωρού στη βρύση. Τώρα το άκουγαν πιο πολλοί και οι άντρες .
Απ΄τη βρύση δεν ήθελε κανένας να περνάει το βράδυ ,έλεγαν ότι έβγαινε και μπροστά τους στο δρόμο , μισό τέρας μισό
μωρό .
Αυτό
,λέγανε, τιμώρησε τη Γιωργία που το
άφησε και πήγε στην πόλη και αγκάλιασε
τα αλλα τρία.
Το
τέταρτο, που έζησε, είχε χειρότερη μοίρα απ΄τα αλλα τρία Αλλα καλύτερα
να πούμε μια αλλη φορά γι΄αυτό.
ΑΡΓΟΛΙΔΑ 1967
ΑΡΓΟΛΙΔΑ 1967
Είμαστε εμείς παιδιά και όταν γεννάμε άλλα παιδιά μπερδεύουμε τους ρόλους κάποιες φορές. Ακουσίως. Είμαστε εμείς παιδιά και όταν παντρευόμαστε μπερδεύουμε τους ρόλους κάποιες φορές ξανά ακουσίως. Είμαστε εμείς που βλέπουμε τους εαυτούς μας στον καθρέφτη και είμαστε εμείς και τα είδωλα. Ακουσίως. Και γίνεται το ακουσίως πιο δυνατό από το εκουσίως. Και η ζωή συνεχίζεται δίχως να κοιτάει την δική μας μελαγχολία. Σκέψεις από το υπέροχο κείμενο σου Μαρία .
ΑπάντησηΔιαγραφή