Η κατάρα





Σούρουπο.
Ψιλή και όμορφη ,νιόπαντρη και μικρομάνα.
Άπλωνε τα λευκά και ομορφοκεντημένα ρουχαλάκια του μωρού της.
Στην αυλή  της έπαιζαν τα μικρά της γειτονιάς.
Είχε την αλαζονεία της ομορφιάς και της νιότης.
Δεν ήξερε τότε , πόσο απάτη είναι η νιότη.
Γύρισε και ξαφνιάστηκε οταν τον είδε.
Ενας ζητιάνος στην αυλή της.
Δεν τον ήθελε εκεί ,  πως  μπήκε .
Την πλησίασε ,χαμογέλασε και της  άπλωσε το χέρι.
 Ζητούσε φαγητό , πεινούσε ,
λέει ότι περπάταγε νηστικός τρείς μέρες.
Αυτή αγέρωχα γέλασε.
 Δεν με νοιάζει να φύγεις αμέσως του φώναξε.
Δεν έβγαλε ουτε  ψωμί να δώσει.
Μικρή ψυχή.
Το χαμόγελο στο πρόσωπο του ζητιάνου έγινε σαν μάσκα,
, την κοίταξε λοξά και της πέταξε την κατάρα .
Κάτι σαν να μή σώσεις ,της ψιθύρισε.
Αυτή γέλασε και τον εδιωχνε.
Εφυγε πεινασμένος και κουρελής  ,οπως ήρθε.
Εμεινε ομως η κατάρα πίσω.
 Δεν ξανασηκώθηκε στα πόδια της.
Ολο το χωριό  απορούσε
 πως ξαφνικά έπεσε κάτω,
 δεν μπόρεσε να ξαναπερπατήσει ποτέ.
 Μέχρι που πέθανε   γριά και ανάπηρη.
Χωρίς όμως ποτέ  στο νού της νάρθει η κατάρα.

ΜΑΡΙΑ ΝΤΟΥΜΑ


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ